- προηγητηρ
- προηγητήρ-ῆρος ὅ Eur. = προηγητής См. προηγητης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προηγητήρ — masc nom sg προηγητής one who goes before to show the way masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγητήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. προηγήτειρα Α προηγητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προηγοῦμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. ἡγη τήρ)] … Dictionary of Greek
προηγητῆρα — προηγητήρ masc acc sg προηγητής one who goes before to show the way masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγητῆρος — προηγητήρ masc gen sg προηγητής one who goes before to show the way masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγητήρων — προηγητήρ masc gen pl προηγητής one who goes before to show the way masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγήτειρα — ἡ, Α βλ. προηγητήρ … Dictionary of Greek